- νεοτενία
- ηβιολ. η διατήρηση προνυμφικών ανώριμων χαρακτήρων και στο στάδιο τού ενήλικου ατόμου σε ορισμένα ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoteny / neoteinia (< νε[ο]-* + τείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοτενικός — ή, ό βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεοτενία (α. «νεοτενική μορφή» β. «νεοτενικό είδος») … Dictionary of Greek